Την εμπιστοσύνη των στελεχών των ελληνικών επιχειρήσεων ενισχύουν η πολιτική σταθερότητα, η σχετικά αυξημένη εισροή ξένων επενδύσεων, η μείωση της ανεργίας, η βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών και η επιτυχής επιστροφή του ελληνικού κράτους στις αγορές κεφαλαίων, όπως προκύπτει από την τελευταία έκδοση του Global Capital Confidence Barometer της ΕΥ (Ernst & Young).
Συγκεκριμένα, το 62% των Ελλήνων στελεχών προβλέπουν ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ ένα ακόμη υψηλότερο ποσοστό, της τάξης του 73%, εκφράζουν αισιοδοξία για την ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας μέσα στο 2020.
Η γενικότερη αισιοδοξία των στελεχών ενισχύεται από την εμπιστοσύνη στα εγχώρια εταιρικά κέρδη και τη βραχυπρόθεσμη σταθερότητα της αγοράς, καθώς και την περιορισμένη αύξηση βασικών χρηματοοικονομικών δεικτών, όπως η κερδοφορία και τα κόστη. Τα στελέχη στην Ελλάδα εκτιμούν ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί, καθώς το 57% προβλέπουν μέτρια έως ισχυρή αύξηση των εσόδων, ενώ το 42% αναμένουν αύξηση των περιθωρίων κέρδους τους επόμενους 12 μήνες.
Παρά την εμπιστοσύνη τους στην αναπτυξιακή δυναμική της παγκόσμιας και της τοπικής οικονομίας τους επόμενους 12 μήνες, η πλειοψηφία (55%) των Ελλήνων στελεχών αναμένουν ότι θα υπάρξει οικονομική επιβράδυνση. Από αυτούς, το 77% εκτιμούν ότι αυτό θα συμβεί το 2021 ή νωρίτερα.
Βασικά ζητήματα που προκαλούν αυτές τις ανησυχίες είναι η γεωπολιτική και πολιτική αβεβαιότητα, καθώς και η αβεβαιότητα για το κανονιστικό περιβάλλον, παράλληλα με άλλα ζητήματα, όπως οι νέες περιβαλλοντικές πολιτικές. Οι πολιτικές αναταραχές των τελευταίων πέντε ετών, σε συνδυασμό με τις εντάσεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, αποτελούν παράγοντες που αυξάνουν τη γεωπολιτική και πολιτική αβεβαιότητα.
Ωστόσο, ενώ οι ερωτηθέντες παγκοσμίως υιοθετούν μια στάση αναμονής ως προς τις εξωτερικές αβεβαιότητες, οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται περισσότερο διατεθειμένες να αναλάβουν δράση. Σχεδόν ένας στους πέντε (18%) ερωτηθέντες στην Ελλάδα αναφέρουν ότι είναι διατεθειμένοι να μετακινήσουν τα γραφεία και τη διοίκηση της επιχείρησής τους, προς ή από ορισμένες χώρες.
Ωθούμενα από το κύμα εμπιστοσύνης στις αναπτυξιακές τους προοπτικές, 62% των στελεχών στην Ελλάδα αναφέρουν ότι θα επιδιώξουν συγχωνεύσεις και εξαγορές (Σ&Ε) τον επόμενο χρόνο – ένα ιστορικά υψηλό ποσοστό από την έναρξη της σειράς ερευνών Global Capital Confidence Barometer. Την ίδια ώρα, οι προβλέψεις τους για τις προοπτικές των Σ&Ε στη χώρα παραμένουν θετικές, αλλά πιο μετριοπαθείς σε σχέση με πριν από έναν χρόνο, ενώ το 56% αναμένουν ότι η εγχώρια αγορά συγχωνεύσεων και εξαγορών θα βελτιωθεί τους επόμενους 12 μήνες (έναντι 83% τον Οκτώβριο του 2018).
Οι ερωτηθέντες αναφέρουν ότι θα εστιάσουν σε Σ&Ε που προσφέρουν δυνατότητες μετασχηματισμού των εταιρειών τους, όπως ψηφιακές τεχνολογίες και νέοι δίαυλοι προς τους πελάτες. Ωστόσο, αναμένουν ένταση του ανταγωνισμού, κυρίως από ιδιωτικά κεφάλαια, ο οποίος ενδέχεται να αυξήσει τις αποτιμήσεις.
Τα στελέχη στην Ελλάδα αναγνωρίζουν τον αντίκτυπο που έχει ο ψηφιακός μετασχηματισμός σε επιχειρήσεις, κλάδους και αγορές, με το 75% των ερωτηθέντων να συμφωνούν ότι θα υπάρξει αύξηση των διατομεακών Σ&Ε που αφορούν τις αναδυόμενες τεχνολογίες και την ψηφιοποίηση.
Όσον αφορά τις συγκεκριμένες τεχνολογίες, ενώ οι ερωτηθέντες παγκοσμίως θεωρούν ότι τις σημαντικότερες επιπτώσεις στις επιχειρήσεις τους θα έχουν η Τεχνητή Νοημοσύνη και η μηχανική μάθηση (26%), καθώς και η αυτοματοποίηση και η ρομποτική (20%), τα στελέχη στην Ελλάδα εστιάζουν περισσότερο στις επιπτώσεις που φέρνουν η πρόοδος των analytics (28%) και το 5G (20%).
Σχετικά με τον τρόπο αντίδρασης των επιχειρήσεων στις προκλήσεις αυτές, τα στελέχη στην Ελλάδα διχάζονται, ως προς τις προσεγγίσεις τους. Το 46% επικεντρώνονται στις επενδύσεις εντός της εταιρείας (in-house ανάπτυξη και εσωτερικά εταιρικά κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών), ενώ 50% αναφέρουν ότι θα εξετάσουν ευκαιρίες εξωτερικών επενδύσεων (Σ&Ε, εξωτερικά κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών και συμμαχίες) για τη χρηματοδότηση των στόχων που σχετίζονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους. Περισσότεροι από τους μισούς (51%) δηλώνουν ότι θα διαθέσουν το 25% ή περισσότερο, του συνολικού επενδυτικού κεφαλαίου τους, σε ψηφιακές και τεχνολογικές εφαρμογές, με το 69% από αυτούς να αναφέρουν ότι θα εστιάσουν σε νέες αναπτυξιακές ευκαιρίες (έναντι της βελτίωσης της επιχειρησιακής αποδοτικότητας).
H εξεύρεση ανθρώπινου δυναμικού μπορεί να αποτελέσει το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων, με το 70% των στελεχών να αναγνωρίζουν ότι δυσκολεύονται να προσλάβουν και να διατηρήσουν προσωπικό. Από αυτούς, 46% αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξεύρεση ατόμων με συγκεκριμένες τεχνικές δεξιότητες, ενώ το 21% δυσκολεύεται να προσελκύσει ειδικούς στις ψηφιακές τεχνολογίες.
Καθώς ο κοινωνικός αντίκτυπος της επιχείρησης βρίσκεται πλέον στον πυρήνα της επιχειρηματικής στρατηγικής, οι ερωτηθέντες στην Ελλάδα έχουν ή σκοπεύουν να υιοθετήσουν μια σειρά από αναφορές πέραν αυτών που επικεντρώνονται αποκλειστικά στα οικονομικά στοιχεία και τους μετόχους.
Η πολιτική και κοινωνική πίεση στις επιχειρήσεις αυξάνεται. Η έρευνα διαπιστώνει ότι, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, οι επιχειρήσεις αισθάνονται την ανάγκη να αποδείξουν ότι συνεισφέρουν προστιθέμενη αξία στους ανθρώπους, τους πελάτες και την κοινωνία. Ως εκ τούτου, καθώς οι ελληνικές εταιρείες αντιμετωπίζουν το μέλλον, το 81% έχουν ήδη εφαρμόσει ή θα προσθέσουν δείκτες για τη μέτρηση του ανθρώπινου ταλέντου, ενώ το 77% θα επιδιώξουν να μετρήσουν την κοινωνική τους συνεισφορά με σκοπό τη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας, ούτως ώστε να επικοινωνηθεί αποτελεσματικότερα στους επενδυτές, τα ενδιαφερόμενα μέρη και την κοινωνία στο σύνολό της.