Στην ηλικία των ασθενών, την διενέργεια πολλών τεστ, την ποιότητα του συστήματος υγείας και τα περιθώρια αντίδρασης που είχε η Γερμανία στην πανδημία του κορονοϊού θεωρείται ότι οφείλεται η καλή «επίδοση» της χώρας, η οποία με 40.000 κρούσματα και 200 νεκρούς (ποσοστό θνητότητας 0,5%), βρίσκεται χαμηλά στον κατάλογο των χωρών που πλήττονται από τον COVID-19.
Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Πίμποντι του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, «γνωρίζουμε ακόμη πραγματικά πολύ λίγα», ενώ το ποσοστό θνητότητας στην Γερμανία, το οποίο στην πραγματικότητα είναι πιθανότατα ακόμη χαμηλότερο, καθώς πολλοί θετικοί στον ιό δεν εξετάζονται, θεωρείται «άξιο απορίας». Ο κ. Πίμποντι τονίζει πάντως ότι δεν θα πρέπει να επιχειρούνται συγκρίσεις μεταξύ χωρών. «Είναι σαν να συγκρίνουμε μήλα με αχλάδια», λέει χαρακτηριστικά, μιλώντας στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa), διευκρινίζοντας ωστόσο ότι παρόλα αυτά υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που συντελούν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα:
Ο χρόνος της επιδημίας. Η Ιταλία, η Ισπανία και άλλες χώρες της Ευρώπης βρίσκονται πιθανότατα πιο μπροστά από την Γερμανία. Σε αυτές τις χώρες πιθανότατα ο ιός καθυστέρησε να εντοπιστεί και, ως αποτέλεσμα, μολυσμένα άτομα κυκλοφορούσαν ελεύθερα στον πληθυσμό, μεταδίδοντας τον ιό.
Η ηλικία. Ενώ σε πολλές χώρες εξετάζονται πολύ λίγα άτομα, τα επίσημα στοιχεία αφορούν τα κρούσματα που έχουν διαγνωστεί. Πρέπει λοιπόν να υπάρχουν πολλά άτομα νεαρής ηλικίας τα οποία μολύνθηκαν, αλλά είτε δεν είχαν συμπτώματα είτε είχαν πολύ ελαφρά. Σε ό,τι αφορά τα διαγεγνωσμένα κρούσματα, ο μέσος όρος ηλικίας στην Ιταλία (63 έτη) ήταν πολύ υψηλότερος από ό,τι στην Γερμανία (45 έτη). Επιπλέον, το ποσοστό των ασθενών άνω των 70 ετών ήταν π.χ. στην Νότια Κορέα 9%, ενώ στην Ιταλία 40%. Στην Γερμανία, το Ινστιτούτο «Ρόμπερτ Κοχ» καταγράφει την ηλικιακή ομάδα «άνω των 60», στην οποία επίσης το ποσοστό είναι χαμηλότερο από ό,τι στην Ιταλία. Στην αρχή της τρέχουσας εβδομάδας το ποσοστό των μολυσμένων άνω των 60 ετών ήταν 19%, ενώ πάνω από το 50% ήταν στην ομάδα 35-59 ετών.
Η πρακτική σε ό,τι αφορά τα τεστ. Η διάρθρωση των ηλικιών σε σχέση με τα κρούσματα υποδεικνύει και την πρακτική κάθε χώρας σε ό,τι αφορά τα τεστ. Σύμφωνα με τον αξιωματούχο του ΠΟΥ, εάν η Ιταλία είχε διενεργήσει περισσότερα τεστ σε νέους, τα ποσοστά θνητότητας θα ήταν διαφορετικά. Ο Συντονιστής Επειγουσών Καταστάσεων του ΠΟΥ Μάικλ Ράιαν αναφέρεται στους ανεπισήμους αριθμούς των περιστατικών: «Στην Γερμανία υπάρχει μια πολύ επιθετική στρατηγική σε ό,τι αφορά τα τεστ, για αυτό και είναι πιθανό μεταξύ των καταγεγραμμένων κρουσμάτων να βρίσκονται και κάποια ελαφρά περιστατικά. Επιπλέον, σε κάποιες χώρες γίνονται εξετάσεις και μετά θάνατον, σε άλλες όχι. «Και αυτό το στοιχείο αλλάζει τις στατιστικές», επισημαίνει ο ειδικός και προσθέτει ότι όσο πιο προχωρημένη είναι μια επιδημία, τόσο πιο δύσκολο είναι για μια χώρα να διενεργεί πολλά τεστ, καθώς το σύστημα υγείας υπερφορτώνεται. «Εξετάστε, εξετάστε, εξετάστε!», ήταν η έκκληση του επικεφαλής του ΠΟΥ Τέντρος Αντχανόμ Γκεμπρεεσούς, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά ότι «δεν μπορείς να σβήσεις μια φωτιά στα τυφλά, πρέπει να ξέρεις τι συμβαίνει».
Η ποιότητα του συστήματος Υγείας. Όσο καλύτερα προετοιμασμένα είναι τα νοσοκομεία, τόσο περισσότερους μπορούν να σώσουν, επισημαίνει ο Μάικ Ράιαν. «Εάν τα νοσοκομεία υπερφορτωθούν από μεγάλους αριθμούς ασθενών, πρόκειται πολύ απλά για θέμα δυνατοτήτων, σε ποιο βαθμό μπορεί πια να προσφερθεί η αναγκαία φροντίδα», αναφέρει. Τρεις παράγοντες είναι σημαντικοί για αυτό, εξηγεί ο κ. Πίμποντι, «ο αριθμός των κλινών στις ΜΕΘ, η επάρκεια σε προστατευτικό εξοπλισμό του προσωπικού και η καλή εκπαίδευση των στελεχών στις ΜΕΘ». Στην Ιταλία, με 60 εκατομμύρια κατοίκους, πριν από την κρίση υπήρχαν 5.000 κλίνες σε ΜΕΘ. Στο μεταξύ φτιάχτηκαν περισσότερες, διευκρινίζεται. Στην Βρετανία, με 66 εκατομμύρια κατοίκους, υπήρχαν 4.100 κλίνες. Στην Γερμανία όμως, με περίπου 80 εκατομμύρια κατοίκους, πριν από την κρίση υπήρχαν 28.000 κλίνες, οι οποίες αυτές τις μέρες έχουν σχεδόν διπλασιαστεί.
Η ιχνηλάτηση των κρουσμάτων και η καραντίνα. Οι ειδικοί φαίνεται να συμφωνούν ότι τα πολλά τεστ, σε συνδυασμό κατόπιν με τον εντοπισμό των πιθανών κρουσμάτων και την απομόνωση μεγάλου αριθμού ανθρώπων, αποτελεί αρκετά αποτελεσματικό μέσο επιβράδυνσης της διάδοσης του ιού. Η Γερμανία είναι από τις χώρες που χειρίστηκαν αυτό το θέμα αποτελεσματικά, ενώ είναι και μεταξύ των χωρών οι οποίες έχουν επιβάλει αυστηρούς περιορισμούς στην κίνηση των πολιτών τους. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, οι μέθοδοι που ακολουθούν πολλές χώρες της Ασίας είναι μάλλον υπερβολικές για τους Γερμανούς: Στην Σιγκαπούρη υπάρχει εφαρμογή για το κινητό, η οποία, μέσω Bluetooth επιτρέπει τον εντοπισμό ενός ατόμου το οποίο βρέθηκε για περισσότερο από 30′ σε απόσταση μικρότερη των δύο μέτρων από διαπιστωμένο φορέα του ιού.