Στη μεγάλη διοικητική επιβάρυνση που αναμένεται να επιφέρει το νέο μοντέλο υλοποίησης της ΚΑΠ και μάλιστα μέσα σε ένα χρονικά ασφυκτικό πλαίσιο αναφέρθηκε κατά την παρέμβασή του στο Συμβούλιο υπουργών Γεωργίας και Αλιείας που πραγματοποιήθηκε χθες στις Βρυξέλλες, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Σταύρος Αραχωβίτης. Επιπλέον, κάλεσε την Επιτροπή για περισσότερες διευκρινίσεις σε περίπτωση αποκλίσεων από τις επιδόσεις. Επισήμανε δε ότι κατά την εφαρμογή του νέου μοντέλου, η συμβουλευτική προσέγγιση θα εξυπηρετήσει πολύ πιο αποτελεσματικά την επίτευξη των στόχων του Στρατηγικού Σχεδίου και κατ’ επέκταση των κοινών ενωσιακών στόχων της ΚΑΠ, από ότι ένα πλαίσιο αυστηρά τιμωρητικό στις περιπτώσεις μη επίτευξης των στόχων. Ο υπουργός υπογράμμισε ότι στοιχεία της υφιστάμενης ΚΑΠ που έχουν αξιολογηθεί θετικά από τα κράτη μέλη, όπως ο κανόνας ν+3 και η εφαρμογή της δημοσιονομικής πειθαρχίας για άμεσες ενισχύσεις άνω των 2000 Euro, πρέπει να διατηρηθούν.
Εξάλλου, στο πλαίσιο της συζήτησης για την επάρκεια των μέτρων αγοράς κατά την επόμενη προγραμματική περίοδο, ο κ. Αραχωβίτης στην παρέμβασή του υπενθύμισε ότι η αγροτική απασχόληση από τη φύση της επηρεάζεται και είναι ευάλωτη σε πολλούς εξωγενείς παράγοντες που δεν εξαρτώνται από τον ίδιο τον αγρότη. Και σε αυτούς, έρχονται να προστεθούν πρωτόγνωρες συνθήκες, τις οποίες ο αγρότης καλείται να αντιμετωπίσει (όπως εμπορικοί αποκλεισμοί, διατάραξη τιμών, ασθένειες, ιδιαιτέρως αντίξοες καιρικές συνθήκες, πολιτικές αποφάσεις κ.α.). Η βελτίωση της διαχείρισης του αποθεματικού για τις κρίσεις, καθώς επίσης και η υιοθέτηση εργαλείων διαχείρισης κινδύνων, όπως προτείνονται από την Επιτροπή, μπορεί επίσης να βοηθήσει προς την κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο, τα μέτρα από μόνα τους δεν αρκούν, επισήμανε ο Υπουργός. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των κρίσεων προϋποθέτει και απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση, έγκαιρη αναγνώριση των κρίσεων, ευέλικτη αντίδραση και, εντέλει, την κατάλληλη χρήση των διαθέσιμων εργαλείων.
Για την κατάσταση της αγοράς στην ΕΕ, ο Υπουργός τόνισε ότι οι αγορές θα χαρακτηρίζονται πάντα από αστάθειες, διότι επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες, όπως οι πολιτικές μας αποφάσεις, κάνοντας μνεία στην πρόσφατη κατάργηση ποσοστώσεων της ζάχαρης, από την κατάσταση της παγκόσμιας αγοράς, τη μεταβλητότητα των τιμών των προϊόντων, δηλαδή παράγοντες τους οποίους δεν μπορούν να προβλέψουν οι αγρότες μας και στους οποίους δεν μπορούν να προσαρμοστούν έγκαιρα. Αναφερόμενος στον τομέα της ζάχαρης, ο κ. Αραχωβίτης επισήμανε ότι στην Ελλάδα η τευτλοκαλλιέργεια έχει μειωθεί δραματικά, με τους περισσότερους καλλιεργητές να καταφεύγουν σε άλλες πιο ασφαλείς καλλιέργειες. Πρόσθεσε ότι κρίνεται απαραίτητη η συνεχής παρακολούθηση των αγορών και η ετοιμότητα λήψης μέτρων, όχι μόνο στους αναφερόμενους τομείς αλλά και σε άλλους, όπως το ελαιόλαδο, η ελιά, τα οπωροκηπευτικά, το αιγοπρόβειο γάλα και κρέας και το ρύζι.
Οι τρέχουσες προκλήσεις στον τομέα της προστασίας των φυτών απασχόλησαν επίσης το Συμβούλιο, όπου ο κ. Αραχωβίτης υπογράμμισε ότι η ασφάλεια αποτελεί πρώτη προτεραιότητα όσον αφορά στη χρήση δραστικών ουσιών και ότι είναι απαραίτητο να εξορθολογιστεί η διαδικασία εγκρίσεων, ώστε να μην εξαντληθεί το ήδη περιορισμένο μας οπλοστάσιο ενάντια στους επιβλαβείς οργανισμούς. Επίσης, αναγνώρισε τη μεγάλη σημασία της υγείας των φυτών για τη διασφάλιση της πρωτογενούς παραγωγής και του περιβάλλοντος, αλλά και του ρόλου της ως εργαλείο ανάπτυξης της οικονομίας της Ένωσης, μέσα από την προώθηση των εξαγωγών και το άνοιγμα νέων αγορών.
Επιπλέον, το Συμβούλιο ενημερώθηκε για το έργο της Ειδικής Επιτροπής Αγροτική Αφρική (Task Force Rural Africa – TFRA). Κατά την ανταλλαγή απόψεων που ακολούθησε, η ελληνική πλευρά εξέφρασε την υποστήριξή της στην πρωτοβουλία της Επιτροπής για συνεργασία μεταξύ Ευρωπαϊκής και Αφρικανικής Ένωσης και σε όλες τις προσπάθειες για την επίτευξη ενός εποικοδομητικού και αποτελεσματικού διαλόγου και την εδραίωση των σχέσεων και των συνεργασιών μας με τις Αφρικανικές Χώρες, ώστε να προαχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη και η παραγωγή τροφίμων και να αντιμετωπιστούν τα βασικά αίτια της μετανάστευσης.
Όσον αφορά στα θέματα αλιείας, το Συμβούλιο συζήτησε τον κανονισμό του Συμβουλίου για τον καθορισμό των αλιευτικών δυνατοτήτων για ορισμένα αποθέματα ιχθύων βαθέων υδάτων για το 2019 και το 2020 και κατέληξε ομόφωνα σε πολιτική συμφωνία.