Την θετική γενική της εκτίμηση για την Συμφωνία των Πρεσπών, εξέφρασε η υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη, Κατερίνα Παπακώστα, η οποία ενημέρωσε ότι το κόμμα της είναι εκείνο που θα αποφανθεί για το ποιά στάση θα τηρήσει η ίδια στην ψηφοφορία. Η κ. Παπακώστα, έθεσε ερωτήματα για την τοποθέτηση της Νέας Δημοκρατίας, απέναντι στην Συμφωνία και απευθύνθηκε προς την πτέρυγα της αξιωματικής αντιπολίτευσης λέγοντας: «Προτείνετε τελικώς με την στάση που θα τηρήσετε να αλλάξουμε το δόγμα της χώρας, να εγκαταλείψει η Ελλάδα τις συμμαχίες της; Κι αν ναι ευθέως πείτε μας και πείτε μας προς τα που θα πρέπει να κινηθεί».
Αναφερόμενη στα θετικά της Συνθήκης των Πρεσπών, η κ. Παπακώστα είπε πως η γενική της εκτίμηση είναι θετική μεν ως προς σειρά σημείων και ιδίως ως προς την περιγραφή άρσης δραστηριοτήτων αλυτρωτισμού και επίσης στο μέρος που προβλέπονται πολλαπλοί τρόποι ενίσχυσης της διακρατικής συνεργασίας.
Όπως τόνισε, καταρχάς αναφέρεται ρητά στο προοίμιο της Συμφωνίας ότι το υφιστάμενο σύνορο μεταξύ των δύο κρατών είναι διεθνές πάγιο και διαρκές και είναι απαραβίαστο κι επίσης εξαλείφεται τελείως ο όρος Δημοκρατία της Μακεδονίας τόσο σε διεθνές όσο και σε διακρατικό επίπεδο. «Ας μην ξεχνάμε ότι οι περισσότερες χώρες συμπεριλαμβανομένου όλων των ισχυροτέρων αναγνωρίζουν σήμερα ως Μακεδονία τη γείτονα χώρα. Το όνομα της Μακεδονίας είχε υφαρπαγεί. Με την Συμφωνία, όσο επώδυνη είναι για μας η χρήση του ως σύνθετου, πρακτικώς το όνομα επιστρέφει στην Ελλάδα, μαζί με την ιστορία και τον Πολιτισμό του» σχολίασε η κ. Παπακώστα.
Όπως εξάλλου ανέφερε για την Συμφωνία, η υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη, σημαντική είναι και η υποχρεωτική απομάκρυνση κάθε λογής συμβόλων που αναφέρονται στον μακεδονικό ελληνικό πολιτισμό καθώς και η αλλαγή σε σχολικά βιβλία και στην εν γένει ιστορική αφήγηση που οδηγεί στην δημιουργία νέων γενεών μη εθισμένων στη χρήση τέτοιων παραποιήσεων.
Ακόμη τόνισε ότι δεν πρέπει να παραβλέπουμε η σημασία του δεύτερου μέρους της Συμφωνίας που δημιουργεί μία στρατηγική συνεργατικής σχέσης μεταξύ Ελλάδος και ΠΓΔΜ χωρίς να επιδεικνύω σοβινισμό υπογραμμίζω ότι συνήθως σε περιπτώσεις τέτοιων συνεργασιών το ντε φάκτο κυρίως επωφελούμενο μέρος είναι το ισχυρότερο που είναι η Ελλάδα.
Τέλος, η κ. Παπακώστα κάλεσε «να αναρωτηθούμε όλοι μέχρι το βράδυ κατά συνείδηση και με ελεύθερη εντολή, όπως ορίζει το Σύνταγμα, οι βουλευτές κι όχι τα κόμματα, να αποφασίσουμε το πως θα τοποθετηθούμε».
Η ΔΗΜΑΡ ψηφίζει «ΝΑΙ» στη Συμφωνία
Υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών τάχθηκε ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ και ανεξάρτητος βουλευτής Θανάσης Θεοχαρόπουλος τονίζοντας ότι πατριωτική στάση είναι με όρους ρεαλιστικούς να δοθεί λύση.
Ο κ. Θεοχαρόπουλος τόνισε ότι από τη πρώτη στιγμή είχε ξεκαθαρίσει ότι η Συμφωνία είναι σε θετική κατεύθυνση ενώ επεσήμανε ότι η στήριξη της δεν σημαίνει και στήριξη στη κυβέρνηση με την οποία είναι απέναντι.
«Από την πρώτη στιγμή υποστήριξα ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι σε θετική κατεύθυνση και υπάρχουν αδιαμφισβήτητα στοιχεία για αυτό. Σύνθετη ονομασία έναντι όλων με διεθνή συμφωνία και αναθεώρηση του συντάγματος. Αυτή ήταν διαχρονικά η πάγια διαμορφωμένη εθνική θέση», τόνισε και πρόσθεσε:
«Τα μεγάλα εθνικά ζητήματα πρέπει να μείνουν έξω από μικροπολιτικές και να αντιμετωπιστούν με υπευθυνότητα και μόνο γνώμονα το εθνικό συμφέρον και όχι το πολιτικό κόστος. Είναι μια ιστορική στιγμή και οφείλουμε όλοι να το αποδείξουμε».
«Πάγια θέση μου ήταν η Ελλάδα να είναι η αφετηρία της ευρωπαϊκής πολιτικής με στόχο την προοπτική της ειρήνης. Μια Συμφωνία είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού. Και δεν μπορεί να ικανοποιεί απόλυτα καμία πλευρά», υπογράμμισε.
Παράλληλα, ο κ. Θεοχαρόπουλος σημείωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να μιλήσει με μεγαλύτερη γενναιότητα για ορισμένα ζητήματα ενώ τόνισε ότι η συζήτηση γίνεται σε ένα ζοφερό τοπίο με συγκρούσεις και μικροπολιτικές στοχεύσεις με αποτέλεσμα να σπέρνουν το μίσος και να καταλύουν κάθε διαμορφωμένη εθνική γραμμή που υπήρχε.
«Θα ήταν πράγματι διαφορετικά τα πράγματα αν η κυβέρνηση επιδίωκε τη συναίνεση των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, όμως είχε το πρόβλημα του κ. Καμένου και επέλεξε να λειτουργήσει χωρίς την απαραίτητη συνεννόηση. Από την άλλη η ΝΔ διολίσθησε σε μία αδικαιολόγητη θέση επιχειρώντας να κερδοσκοπήσει εκλογικά υπηρετώντας τον εθνολαϊκισμό. Η παράταση όμως του προβλήματος μόνο τα Σκόπια θα εξυπηρετούσε», επεσήμανε και συνέχισε:
«Η Βόρεια Μακεδονία ήταν πάγια εθνική θέση. Υποστηρίζω σταθερά μια κοινή θέση που θα δημιουργήσει ισχυρή ασπίδα κατά της επιθετικότητας της Τουρκίας. Η διαιώνιση του προβλήματος τροφοδοτεί το μίσος και το φανατισμό. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Και η πραγματική πατριωτική στάση είναι με όρους ρεαλιστικούς και όχι με ρητορική που χαϊδεύει αυτιά και φλερτάρει σε ακραίες απόψεις, να δοθεί λύση».
Εν κατακλείδι, «η Ιστορία καταγράφει και αξιολογεί όλους όσους παίρνουν καθαρή θέση. Είναι σαφές ότι είμαστε υπέρ της Συμφωνίας. Δεν στηρίζουμε τη κυβέρνηση, είμαστε σταθερά απέναντι της και υπέρ της επίλυσης του Μακεδονικού. Δεν είναι όμως δυνατό τα εθνικά θέματα να αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα ενός στείρου δικομματισμού. Όποιος δεν ψηφίσει τη Συμφωνία να θεωρείται ότι είναι με τη ΝΔ και όποιος την ψηφίσει να θεωρείται ότι είναι με τον ΣΥΡΙΖΑ. Επιτέλους ας επιστρέψει η κοινή λογική. Και να αντιμετωπίσουμε τη Συμφωνία των Πρεσπών με την μέγιστη σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Να μην εμποδίσει η χώρα μας την επίλυση του Μακεδονικού και παγιώσει αδιέξοδα. Να κρατήσουμε μια πραγματικά πατριωτική στάση, να αντιταχθούμε στον εθνικισμό σε μια περίοδο που βρίσκεται σε έξαρση. Να συμβάλουμε εμπράκτως στην οικοδόμηση μιας ειρηνικής βαλκανικής γειτονιάς. Είναι μια ιστορική στιγμή να πούμε όχι σε ένα νέο εθνικό διχασμό, να πάρουμε αποφάσεις αψηφώντας το κομματικό κόστος» κατέληξε ο κ. Θεοχαρόπουλος.