«Επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας με την πΓΔΜ και ευνοούμε τη ΝΑΤΟϊκή και ευρωπαϊκή της προοπτική. Τούτο, όμως, προϋποθέτει επίλυση του ζητήματος του ονόματός της, κατά τρόπο συμβατό με την ιστορία, το Διεθνές Δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, ήτοι κατά τρόπο που εξαλείφει τον αλυτρωτισμό» δήλωσε το πρωί της Δευτέρας 18 Ιουνίου 2018 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, κατά τη συνάντησή του, με τον Πρόεδρο της Ινδίας Ram Nath Kovind, στο Προεδρικό Μέγαρο.
Όπως σημείωσε ο κ. Παυλόπουλος, η πρόσκληση προς ένταξη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και η έναρξη κάθε ουσιαστικής ενταξιακής προετοιμασίας για την ΕΕ προϋποθέτουν προηγούμενη κατάλληλη αναθεώρηση του Συντάγματος της πΓΔΜ προς αυτή την κατεύθυνση -όπως άλλωστε δεσμεύθηκε το κράτος αυτό με τη χθεσινή μεταξύ μας συμφωνία- δοθέντος ότι ουδένα δημοκρατικό κράτος νομιμοποιείται να υπογράφει δεσμευτικές γι αυτό Διεθνείς Συνθήκες, οι οποίες παραβιάζουν ευθέως το Σύνταγμά του.
Η δήλωση του κ.Παυλόπουλου στη συνάντηση με τον Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Ινδίας Ραμ Ναθ Κοβίντ:
«Κύριε Πρόεδρε, με ιδιαίτερη χαρά και με την δέουσα τιμή σας υποδέχομαι και σας καλωσορίζω, στο πλαίσιο αυτής της πρώτης επίσημης επίσκεψής σας στην Αθήνα και σε Ευρωπαϊκή Χώρα.
Η επίσκεψη αυτή, όχι μόνον επιβεβαιώνει το υψηλό επίπεδο των παραδοσιακώς φιλικών διμερών μας σχέσεων, αλλά και καταδεικνύει την σταθερή βούληση των Χωρών μας και των Λαών μας να προωθήσουν ουσιαστικώς την διμερή μας συνεργασία και την διεύρυνσή της σε πολλούς ακόμη τομείς.
Στο σημείο αυτό θέλω να επισημάνω ότι το εξαιρετικό κλίμα των σχέσεών μας και η οικοδόμηση δεσμών συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Αθηνών και Νέου Δελχί, επιβεβαιώθηκαν και κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Υπουργού Εξωτερικών κ. Ν. Κοτζιά στην Ινδία, τον Νοέμβριο του περασμένου έτους.
Είμαι βέβαιος ότι οι συνομιλίες μας θα είναι εποικοδομητικές, όπως αρμόζει σε δύο Φίλες Χώρες με παράδοση στην πίστη προς τους Δημοκρατικούς Θεσμούς και με τεράστια συνεισφορά στον Παγκόσμιο Πολιτισμό. Ένα γεγονός αδιαμφισβήτητης αξίας, που προάγει η πρωτοβουλία «Φόρουμ των Αρχαίων Πολιτισμών», την οποία έχει αναλάβει η Χώρα μου. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι πολιτιστικές μας σχέσεις χρονολογούνται εδώ και τρεις, περίπου, χιλιετίες.
Για την Ελλάδα, κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης, η Ινδία αποτελεί έναν σημαντικό διεθνή παράγοντα και στρατηγικό εταίρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζει την ενίσχυση των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ινδίας κατά την προσεχή πενταετία.
Είναι γνωστό, ότι στο σημερινό πολιτικό γίγνεσθαι η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως πυλώνας σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο. Άλλωστε, η Ελλάδα έχει εμπράκτως αποδείξει την σταθερή προσήλωσή της στην πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Τούτο προκύπτει και από τον τρόπο, με τον οποίο η Ελλάδα υπερασπίζεται τα Εθνικά της Θέματα, για τα οποία σας εκθέτω τα εξής:
Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του.
Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Επιπλέον δε, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και εδώ οφείλω να εξάρω την εξαιρετικά συνεπή στάση της Ινδίας στο Κυπριακό διαχρονικώς.
Ως προς τις σχέσεις μας με την Τουρκία: Επαναλαμβάνω, για πολλοστή φορά, ότι επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.
Τούτο, όμως, προϋποθέτει εκ μέρους της Τουρκίας ειλικρινή σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου και του συνόλου του Διεθνούς Δικαίου. Άρα και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάννης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947-οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες-πρέπει να γίνονται απ’ όλους πλήρως σεβαστές.
Πολλώ μάλλον όταν η αμφισβήτησή τους οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπλέον, ιδίως ως προς την ΑΟΖ, η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, ήτοι την Συνθήκη του Montego Bay του 1982. Το οποίο την δεσμεύει, μολονότι δεν έχει προσχωρήσει σ’ αυτό, διότι, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Ως προς την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, επίσης επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ΝΑΤΟϊκή και Ευρωπαϊκή της προοπτική.
Τούτο όμως προϋποθέτει επίλυση του ζητήματος του ονόματός της, κατά τρόπο συμβατό με την Ιστορία, το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, ήτοι κατά τρόπο που εξαλείφει τον αλυτρωτισμό.
Κατά συνέπεια, η πρόσκληση προς ένταξη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και η έναρξη κάθε ουσιαστικής ενταξιακής προετοιμασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση προϋποθέτουν προηγούμενη κατάλληλη αναθεώρηση του Συντάγματος της πΓΔΜ προς αυτή την κατεύθυνση -όπως άλλωστε δεσμεύθηκε το κράτος αυτό με τη χθεσινή μεταξύ μας Συμφωνία- δοθέντος ότι ουδένα δημοκρατικό κράτος νομιμοποιείται να υπογράφει δεσμευτικές γι’ αυτό Διεθνείς Συνθήκες, οι οποίες παραβιάζουν ευθέως το σύνταγμά του.
Με αυτές τις σκέψεις σας καλωσορίζω στην Αθήνα. Και εύχομαι η επίσκεψή σας αυτή ν’ αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στις, ήδη εξαιρετικές, σχέσεις των Χωρών και των Λαών μας».