Σπείρα Γεωργιανών, στην οποία αρχηγικό ρόλο είχε 38χρονος, υψηλόβαθμο στέλεχος της Μαφίας, εξαρθρώθηκε έπειτα από ειδική επιχείρηση που πραγματοποίησε η Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής, με τη συνδρομή του Κινητού Γραφείου της ΕUROPOL, στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας.
Συνελήφθησαν τρεις άνδρες και μία γυναίκα, μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, ενώ ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται δύο επιπλέον άτομα. Σύμφωνα με την αστυνομία, η λεία της σπείρας που δρούσε σε διαφορές περιοχές της Αττικής (Αθήνα, Πετράλωνα, Νέο Κόσμο, Ταύρο, Καλλιθέα, Πετρούπολη, Πατήσια, Νέα Σμύρνη, Περιστέρι, Βύρωνα, Παγκράτι, Σεπόλια και Χαλάνδρι), υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ.
«Το κύριο χαρακτηριστικό του εγκληματικού αυτού δικτύου ήταν η δόμησή του, στο πλαίσιο των διεθνικών εγκληματικών οργανώσεων του ανάμεσα στις οποίες εξέχουσα θέση έχουν “VOR V ZAKONE” ή “Thieves in Law”, τόνισε, μεταξύ άλλων, ο διευθυντής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, ταξίαρχος Γιώργος Κανέλλος, ενώ προσέθεσε ότι έως τώρα έχουν εξιχνιαστεί 28 διαρρήξεις – κλοπές που διέπραξε η σπείρα.
Σε βάρος των συλληφθέντων σχηματίστηκε κακουργηματικού χαρακτήρα δικογραφία, για τα κατά περίπτωση αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης, του νόμου για την «πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και άλλες διατάξεις», του νόμου περί όπλων, καθώς και του νόμου περί αλλοδαπών.
«Όσοι φέρουν τον τίτλο “VOR V ZAKONE” αποτελούν τους καθοδηγητές των οργανώσεων και εμπνέουν τον σεβασμό του συνόλου των μελών της ομάδας. Κύριο χαρακτηριστικό των οργανώσεων αυτού του τύπου, αποτελεί η πίστη και η αφοσίωση στην “ομάδα”, η οποία διασφαλίζεται από το γεγονός ότι τα μέλη της έχουν κοινή εθνική και οικογενειακή βάση», υπογράμμισε, από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛΑΣ, αστυνομικός υποδιευθυντής Θεόδωρος Χρονόπουλος.
Ο 38χρονος που συνελήφθη και αποτελεί υψηλόβαθμο στέλεχος της Μαφίας, είχε τον απόλυτο έλεγχο της οργάνωσης, ενώ μετά από κάθε διάρρηξη λάμβανε μέρος του χρηματικού ποσού που είχε αφαιρεθεί.
Όσον αφορά την μεθοδολογία δράσης της σπείρας ήταν η εξής:
Στις διαρρήξεις, τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιούσαν πάντα συγκεκριμένη μεθοδολογία. Προκειμένου να εντοπίσουν τους στόχους τους, μετέβαιναν στην επιλεγμένη περιοχή πρωινές ώρες, σε ημέρες κατά τις οποίες λειτουργούσε λαϊκή αγορά και επομένως οι ένοικοι απουσίαζαν από τις οικίες τους.
Πήγαιναν στην περιοχή με Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα, τα οποία ήταν καταχωρημένα είτε στα στοιχεία τους, είτε στα στοιχεία έτερων ομοεθνών τους και τα στάθμευαν πάντα πλησίον της οικίας στόχου, ώστε να είναι σε θέση να διαφύγουν άμεσα μετά την διάρρηξη. Σε ειδικά διαμορφωμένες κρυψώνες εντός των αυτοκινήτων, απέκρυπταν τα διαρρηκτικά εργαλεία και τα κλοπιμαία, έτσι ώστε να καθιστούν δυσχερή τον εντοπισμό τους από τις αστυνομικές αρχές, σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου.
Χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα (για παράδειγμα μοίρασμα διαφημιστών φυλλαδίων, καρτών περιποίησης νυχιών κ.λπ.), αποκτούσαν πρόσβαση στην κεντρική είσοδο των πολυκατοικιών. Στη συνέχεια και αφού πρώτα βεβαιώνονταν ότι οι ένοικοι απουσιάζουν από το διαμέρισμα, παραβίαζαν τον ομφαλό της κλειδαριάς, τις περισσότερες φορές χωρίς να αφήνουν ίχνη και εισέρχονταν σε αυτό. Κατείχαν ιδιαίτερη τεχνογνωσία και εξειδίκευση σχετικά με τις κλειδαριές ασφαλείας συγκεκριμένου τύπου και χρησιμοποιούσαν κλειδιά πασπαρτού, σπρέι και διάφορα άλλα αυτοσχέδια διαρρηκτικά εργαλεία, προκειμένου να τις παραβιάσουν.
Η συγκεκριμένη ομάδα είχε ως λεία από την εγκληματική της δραστηριότητα κυρίως χρήματα, κοσμήματα, ασημικά και ρολόγια, ενώ αφαιρούσαν και ηλεκτρονικές συσκευές, φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές καθώς και κινητά τηλέφωνα. Τα αντικείμενα που αφαιρούσαν από τις οικίες, τα πωλούσαν σχεδόν αμέσως σε ενεχυροδανειστήριο της Αθήνας, αποκομίζοντας μεγάλα οικονομικά οφέλη. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις, μετέφεραν τα κλοπιμαία και εκτός χώρας και πιο συγκεκριμένα στη χώρα καταγωγής τους, όπου εκεί είχαν την δυνατότητα να πετύχουν το μεγαλύτερο για αυτούς δυνατό οικονομικό όφελος.
Στο πλαίσιο της οικονομικής έρευνας και ανάλυσης που διενεργήθηκε, προέκυψε ότι η εγκληματική οργάνωση επεδίωκε και διέπραττε συστηματικά τη νομιμοποίηση των εσόδων που αποκόμιζε από την εγκληματική της δραστηριότητα. Τα μέλη της ήταν άεργοι, δεν είχαν κανένα νόμιμο εισόδημα και μοναδική πηγή εσόδων τους αποτελούσαν οι εγκληματικές τους δραστηριότητες. Συναλλάσσονταν κυρίως με μετρητά, αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσουν τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ώστε να είναι αδύνατος ο εντοπισμός των οικονομικών τους «ιχνών». Επίσης, επεξεργάζονταν διάφορες τεχνικές, ώστε να αποκρύπτουν από τις φορολογικές Αρχές της Χώρας την προέλευση της περιουσίας τους.
Πιο συγκεκριμένα, προέβαιναν συστηματικά στην μετατροπή των προϊόντων που αποκόμιζαν (χρήματα, κοσμήματα κ.λπ.) από τις διαρρήξεις, προσκομίζοντάς τα και ανταλλάσσοντάς τα σε ενεχυροδανειστήρια του κέντρου των Αθηνών. Στη συνέχεια, μοιράζονταν τα χρήματα που εισέπρατταν, διατηρώντας παράλληλα ένα ποσό για το «ταμείο» της οργάνωσης.
Μέρος των κλοπιμαίων και των εσόδων τους που αποκόμιζαν από την εγκληματική τους δραστηριότητα, τα έστελναν σε συγγενικά και φιλικά τους πρόσωπα στο εξωτερικό, με σκοπό την απόκρυψη της παράνομης προέλευσης τους, χρησιμοποιώντας εταιρίες μεταφοράς χρημάτων.
Τα μέλη της οργάνωσης, μέχρι και τη σύλληψή τους, είχαν καθημερινή επαφή μεταξύ τους, είτε δια ζώσης είτε τηλεφωνικά, προβαίνοντας παράλληλα στο σχεδιασμό και υλοποίηση των αξιόποινων πράξεων καθώς και στη διανομή των κερδών. Σημείο συνάντησης της ομάδας αποτελούσαν καταστήματα και εστιατόρια στο κέντρο των Αθηνών, όπου σύχναζαν αποκλειστικά και μόνο ομοεθνείς τους. Τα καταστήματα αυτά ήταν δύσκολο να τα προσεγγίσουν οι Αστυνομικές Αρχές, χωρίς αυτό να γίνει αντιληπτό από τους δράστες ή από έτερους συνεργούς τους, προσφέροντας με αυτό τον τρόπο την ασφάλεια που τα μέλη της οργάνωσης επιζητούσαν.
Σε όλα τα στάδια των δραστηριοτήτων τους, λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης, ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα και κάρτες SIM, καταχωρημένες σε ονόματα ανύπαρκτων αλλοδαπών, ελαχιστοποιώντας με αυτόν τον τρόπο κάθε κίνδυνο αποκάλυψης, εντοπισμού και σύλληψής τους.
Ενδεικτικό του επαγγελματισμού της ομάδας είναι το γεγονός ότι τα μέλη της οργάνωσης, για να πετύχουν τον σκοπό τους, σχεδίαζαν να προβούν μέχρι και σε πλαστικές επεμβάσεις στα δάχτυλά τους, με σκοπό να αλλοιώσουν τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα για να είναι σε θέση να αποπροσανατολίσουν τις Αρχές σε περίπτωση σύλληψης τους, «αποκρύπτοντας» με αυτόν τον τρόπο το εγκληματικό τους παρελθόν.
Παράλληλα, προέβαιναν σε εικονικούς γάμους με Έλληνες ή Ευρωπαίους υπηκόους, προκειμένου να αποκτήσουν την νόμιμη διαμονή στην ελληνική επικράτεια ή στο έδαφος Schengen , καθώς και τα προνόμια που αυτή συνεπάγεται.
Στην κατοχή τους και σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες και Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων των συλληφθέντων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν μεταξύ άλλων:
-
τέσσερα (4) Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα,
-
το χρηματικό ποσό των 9602,50 ευρώ,
-
πλήθος πιστωτικών καρτών,
-
μετάλλιο με το έμβλημα των «VOR»,
-
38άρι περίστροφο,
-
περίστροφο 357 MAGNUM ,
-
πιστόλι μάρκας GLOCK 9 mm ,
-
πιστόλι μάρκας WALTER 9μμ, τ o o ποίο είχε αφαιρεθεί από οικία αστυνομικού το 2013,
-
αλεξίσφαιρο γιλέκο,
-
κουκούλα full-face ,
-
γεμιστήρες και θήκες όπλων,
-
πλήθος φυσιγγίων διαφόρων διαμετρημάτων,
-
πλήθος διαρρηκτικών εργαλείων,
-
πλήθος κλειδιών θυρών ασφαλείας,
-
εργαλεία κατασκευής κλειδιών,
-
πλήθος καρτών SIM και κινητών τηλεφώνων,
-
πλήθος κοσμημάτων και ηλεκτρονικών συσκευών,
-
πλήθος δερμάτινων ειδών επώνυμων εταιρειών,
-
κάρτες καζίνο και μεταφοράς χρημάτων,
-
αποδεικτικά εμβασμάτων στο εξωτερικό και
-
αποδεικτικά συναλλαγών με ενεχυροδανειστήρια.
Στο σύνολό τους οι συλληφθέντες, έχουν απασχολήσει στο παρελθόν τις διωκτικές Αρχές για συναφή αδικήματα.
Οι συλληφθέντες με την σε βάρος τους σχηματισθείσα δικογραφία οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο οποίος τους παρέπεμψε στον Τακτικό Ανακριτή Αθηνών.