Στις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, για την αναδοχή και την υιοθεσία αναφέρθηκε εκτενώς η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Θεανώ Φωτίου, σε συνέντευξη που παραχώρησε σε τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ1, λέγοντας συνοπτικά ότι στόχος είναι τα παιδιά να μην παραμένουν στα Ιδρύματα.
Πλέον, όπως είπε, προωθούνται επιστημονικές και σαφείς διαδικασίες αξιολόγησης των υποψήφιων γονιών, θετών ή αναδόχων. Παράλληλα, η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης συμπλήρωσε ότι το προσωπικό των Ιδρυμάτων είναι λιγοστό και κάνει μεγάλες υπερβάσεις. «Η δεξαμενή όλου αυτού του προσωπικού αριθμούσε, μέχρι αυτό το νομοσχέδιο, περίπου στα 80 άτομα. Με το νομοσχέδιο, όμως, αυτό το νούμερο πολλαπλασιάζεται, διότι παρέχουμε τη δυνατότητα τόσο στους κοινωνικούς λειτουργούς των δήμων, όσο και στους κοινωνικούς λειτουργούς του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος, που πέρυσι η Βουλή έκανε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου» σημείωσε η ίδια.
Επίσης, η κ. Φωτίου δήλωσε ότι τίθενται αυστηρές ημερομηνίες. Όπως εξήγησε, η πρώτη κοινωνική έρευνα θα ολοκληρώνεται σε τρεις μήνες, ενώ θα ακολουθούν άλλες δύο έρευνες, για να ολοκληρωθεί από τη μια η αναδοχή και από την άλλη ο φάκελος του υποψήφιου ζευγαριού, ώστε να γίνει το δικαστήριο για την πράξη της υιοθεσίας.
«Για πρώτη φορά, η πολιτεία θα γνωρίζει, με προστασία των προσωπικών δεδομένων, πόσα παιδιά βρίσκονται στα Ιδρύματα. Θα υπάρχει ηλεκτρονικός φάκελος, καθώς όλη η διαδικασία ψηφιοποιείται. Δηλαδή, η πολιτεία θα γνωρίζει, ανά πάσα στιγμή, πόσα παιδιά υπάρχουν στα Ιδρύματα, αλλά και πόσα δίδονται απευθείας από τις οικογένειες. Σήμερα, είναι υποχρεωμένη μία οικογένεια που θα δώσει το παιδί της, χωρίς να περάσει το παιδί από το Ίδρυμα, να έχει δημιουργήσει, μέσα από κάποια κοινωνική υπηρεσία, τον ηλεκτρονικό φάκελο ανηλίκου. Με αυτήν τη διαδικασία, τελειώνουν οι τραγωδίες. Το παιδί δεν θα μπορεί να δοθεί για υιοθεσία ή αναδοχή, χωρίς να έχει τον ηλεκτρονικό φάκελό του στα εθνικά μητρώα. Κανένα παιδί στο μέλλον δεν θα αναζητά επί ματαίω τις ρίζες του», διευκρίνισε η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Στο σημείο αυτό, αποσαφήνισε ότι υπάρχει μία μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αναδοχή και την υιοθεσία. Όπως υπογράμμισε, η υιοθεσία ολοκληρώνεται με μία τελεσίδικη νομική πράξη, που την καθορίζει ο Αστικός Κώδικας, το παιδί αποκόπτεται από τους φυσικούς γονείς και, συγχρόνως, ο θετός γονιός έχει πλήρη δικαιώματα στο παιδί. «Αντίθετα, στην αναδοχή, το παιδί δεν ξεκόβεται από τους φυσικούς γονείς του. Ο ανάδοχος γονιός είναι υποχρεωμένος να έχει αυτήν τη σχέση, εκτός και αν στο περιβάλλον από το οποίο προέρχεται το παιδί, υπάρχει κακοποίηση και τα τραύματα είναι μεγάλα και δεν πρέπει να διατηρείται σχέση», τόνισε η κ. Φωτίου.
Τέλος, είπε ότι επιταχύνονται οι διαδικασίες. «Με το νέο νόμο, η διαδικασία είτε πρόκειται για αναδοχή είτε για υιοθεσία θα διαρκεί από 8 έως 12 μήνες. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, η αναδοχή θα έχει ολοκληρωθεί, ενώ στην υιοθεσία θα εκκρεμεί η δικάσιμος», ανέφερε η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης.