Mε μιάμιση ποσοστιαία μονάδα ετησίως μπορεί να ενισχύσει το ΑΕΠ της χώρας η δραστική αναδιάρθρωση των ελληνικών επιχειρήσεων. Πρόκειται για τουλάχιστον 2,6 δισ. ευρώ, τα οποία μέσα από μια διαδικασία εξυγίανσης, θα «εισφέρονταν» στην οικονομία, με πολλαπλασιαστικά οφέλη, τόνισε ο Γιώργος Γεωργακόπουλος, ανώτερος γενικός διευθυντής της Τράπεζας Πειραιώς, κεντρικός ομιλητής στο 23o Banking Forum που διοργανώνει η Ελληνική Εταιρεία Διοικήσεως Επιχειρήσεων, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.
Ο κ. Γεωργακόπουλος παρουσίασε μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία για πρώτη φορά αποτυπώνει το κόστος που έχει για την οικονομία και την κοινωνία η διατήρηση «εν ζωή» επιχειρήσεων που δεν είναι βιώσιμες και παράλληλα, αναδεικνύει τις ευκαιρίες που δημιουργούνται για επιχειρήσεις, κλάδους, και την οικονομία εν γένει από μια διαδικασία δραστικής αναδιάρθρωσης.
Σύμφωνα με τη μελέτη που εκπόνησε ο Chief Economist της Τράπεζας Πειραιώς Ηλίας Λεκκός σε συνεργασία με την οικονομολόγο Παρασκευή Βλάχου, μέσα από μια διαδικασία αναδιάρθρωσης μπορεί να παραχθεί προστιθέμενη αξία, μετρήσιμη ως ποσοστό του ΑΕΠ, να απελευθερωθούν δυνάμεις και πόροι στην εγχώρια οικονομία και να διασωθούν θέσεις εργασίας. Ο κ. Γεωργακόπουλος, παρουσιάζοντας τη μελέτη, υπογράμμισε ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι έτοιμες – και έχουν τη δυνατότητα αφού είναι θωρακισμένες από πλευράς προβλέψεων – να παίξουν ένα δυναμικό ρόλο: απορροφώντας μέρος του κόστους και έχοντας και οι ίδιες όφελος στην προσπάθεια μείωσης των προβληματικών δανείων, αφού με τη διαδικασία αυτή θα επανέλθουν σε εξυπηρέτηση δάνεια μεγάλου ύψους.
Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα Πειραιώς ως ηγέτιδα της αγοράς αναγνωρίζει το δικό της ρόλο στην κοινωνία και στην επανεκκίνηση της οικονομίας, επισήμανε χαρακτηριστικά. Ο επικεφαλής της Recovery Business Unit του Ομίλου Πειραιώς αναφέρθηκε σε μια γενιά προβληματικών επιχειρήσεων που δημιουργήθηκε σταδιακά λόγω της κρίσης. Πρόκειται για επιχειρήσεις που παραμένουν σε λειτουργία σωρεύοντας χρέη και υποχρεώσεις προς τους εργαζόμενους, τους φορείς του δημοσίου (ασφαλιστικά ταμεία και εφορία) καθώς και τις τράπεζες. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουν χαμηλή παραγωγικότητα, εγκλωβίζουν κεφάλαιο και εργασία, προκαλούν αθέμιτο ανταγωνισμό, ενώ αναφορικά με τον τραπεζικό κλάδο, βαρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών, περιορίζουν τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων και αυξάνουν το κόστος δανεισμού, σημείωσε ο κ. Γεωργακόπουλος.
Σύμφωνα με τη μελέτη, πάνω από το 16,5% του συνολικού παραγωγικού δυναμικού της χώρας είναι εγκλωβισμένο σε μη βιώσιμα σχήματα με κόστος για τις ίδιες, τους δανειστές τους (τράπεζες, δημόσιο, προμηθευτές) και την κοινωνία. Η μελέτη εκτιμά τα δυνητικά οφέλη από αναδιάρθρωση και εξυγίανση του 1/3 των μη βιώσιμων επιχειρήσεων. Στο δείγμα αυτό υπολογίζεται ότι οι υποχρεώσεις των μη βιώσιμων επιχειρήσεων ανέρχονται σε 23,5 δισ. ενώ το ενεργητικό τους σε 28,4 δισ. ευρώ. Είναι ενδεικτικό ότι η αναλογία υποχρεώσεις προς ενεργητικό διαμορφώνεται στο 56,1% για τις βιώσιμες επιχειρήσεις και για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις φθάνει στο 82,6%, με την αποδοτικότητα ενεργητικού των βιώσιμων επιχειρήσεων στο 7,9% και των μη βιώσιμων να είναι μηδενική.
Σύμφωνα με την άσκηση προσομοίωσης που πραγματοποιείται στη μελέτη, στην περίπτωση απορρόφησης των μη βιώσιμων επιχειρήσεων από βιώσιμες του ίδιου μεγέθους, με ταυτόχρονη απορρόφηση σημαντικού μέρους του παθητικού τους, η δυνητική αύξηση των EBITDA – και κατά προσέγγιση του ΑΕΠ – φθάνει τα 2,6 δισ. ευρώ ετησίως και η αύξηση των εσόδων τα 16,7 δισ. ευρώ. Παράλληλα, θα επανέλθουν σε εξυπηρέτηση υποχρεώσεις ύψους 15,9 δισ. ευρώ, μεγάλο μέρος των οποίων είναι δάνεια με αποτέλεσμα τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών.
Το κόστος της αναδιάρθρωσης είναι η απομείωση υποχρεώσεων ύψους 7,6 δισ. ευρώ, το οποίο θα επωμιστούν οι πιστωτές και οι μέτοχοι. Ο κ. Γεωργακόπουλος επισήμανε ότι για την αποτελεσματική αναδιάρθρωση και εξυγίανση παραμένουν προκλήσεις σε νομικό επίπεδο, αλλά έχει καταγραφεί σημαντική πρόοδος. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο ανώτερος γενικός διευθυντής της Τράπεζας Πειραιώς στο εργαλείο της ειδικής διαχείρισης, το οποίο όπως σημείωσε χαρακτηριστικά «λύνει τα χέρια των τραπεζών». «Πρόκειται για αξιόπιστη και διαφανή διαδικασία που επιτρέπει την αποτίμηση της εταιρείας εν λειτουργία. Η διοίκηση ανατίθεται σε ειδικό διαχειριστή που είναι αναγνωρισμένη ελεγκτική εταιρεία, η οποία αναλαμβάνει τον εξορθολογισμό της εταιρείας και άρα, την δημιουργία προστιθέμενης αξίας. Η εκποίηση γίνεται με διεθνή διαγωνισμό, ώστε δίνεται η δυνατότητα για τη συμμετοχή σημαντικών επενδυτών και η εταιρεία αποτιμάται στο σύνολό της (πελατολόγιο, άδειες, υφιστάμενες συμφωνίες) και όχι μόνο τα ακίνητα, με αποτέλεσμα το μέγιστο δυνατό τίμημα. Με τη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης εξασφαλίζεται η συνέχιση της λειτουργίας και θέσεις εργασίας, κάτι που λειτουργεί θετικά στις τοπικές κοινωνίες», τόνισε ο κ. Γεωργακόπουλος.