Στην περίπτωση που οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις μπορούσαν να λειτουργήσουν με τους όρους των βιώσιμων, η λειτουργική κερδοφορία τους (και κατά προσέγγιση η προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας) θα αυξάνονταν κατά 2,6 δισ. ετησίως, ενώ αντίστοιχα ο τζίρος στην οικονομία θα αυξάνονταν κατά 16,7 δισ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, σημαντικό τμήμα των σημερινών (μη εξυπηρετούμενων) υποχρεώσεων τους, ύψους 15,9 δισ. ευρώ, θα μπορούσε – εφόσον μεταβιβάζεται σε υγιείς και κερδοφόρες επιχειρήσεις – να αρχίσει να εξυπηρετείται εκ νέου, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην ελληνική οικονομία.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από μελέτη του Ηλία Λεκκού, Επικεφαλής Οικονομολόγου της Τράπεζας Πειραιώς και της επιστημονικής συνεργάτιδας του κ. Εύης Βλάχου, με την οποία επιδιώκουν να εκτιμήσουν τα δυνητικά οφέλη από την αναδιάρθρωση και εξυγίανση ενός τμήματος (περίπου 1/3) των ελληνικών μη βιώσιμων επιχειρήσεων.
Ξεκινώντας από έναν πολύ συντηρητικό ορισμό της μη βιώσιμης επιχείρησης, σύμφωνα με τον οποίο ως μη βιώσιμη ορίζεται η επιχείρηση η οποία βρίσκεται σε λειτουργία για πέντε έτη και άνω – έτσι ώστε να εξαιρούνται οι νεοφυείς επιχειρήσεις – και διατηρεί επίπεδα κερδοφορίας τόσο χαμηλά έτσι ώστε να μην μπορούν να καλύψουν τους τρέχοντες τόκους δανείων (δηλαδή σε τεχνικούς όρους επιχειρήσεις με βαθμό κάλυψης χρηματοοικονομικών δαπανών μικρότερο της μονάδας) για τρία συνεχόμενα έτη, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
– Οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις αποτελούν το 7,1% του συνολικού δείγματος το 2016. Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό των μη βιώσιμων επιχειρήσεων με 21-40 έτη λειτουργίας (37,8%).
– Το μεγαλύτερο ποσοστό (8,2%) μη βιώσιμων επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές και ακολουθούν οι μεσαίες (6%) και οι μικρές (5,2%), ενώ το μικρότερο ποσοστό (4,4%) καταγράφεται στις μεγάλες επιχειρήσεις. Ωστόσο, λόγω μεγέθους ο οικονομικός αντίκτυπος των μεγάλων μη βιώσιμων επιχειρήσεων είναι σημαντικά μεγαλύτερος έναντι των άλλων κατηγοριών.
– Στις μη βιώσιμες επιχειρήσεις είναι εγκλωβισμένο παραγωγικό δυναμικό (όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στην αξία του ενεργητικού τους) ύψους Euro28,4 δισ., αξία που αντιστοιχεί στο 16,3% του ΑΕΠ.
– Αντίστοιχα στο παθητικό τους, οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις έχουν αναλάβει υποχρεώσεις ύψους 23,5 δισ. ή 22,6% του συνόλου (τις οποίες είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν) και έχουν ετήσιες χρηματοοικονομικές δαπάνες Euro613 εκατ.
– Κατά μέσο όρο η αναλογία υποχρεώσεις προς ενεργητικό δεν είναι πολύ υψηλή για τις βιώσιμες επιχειρήσεις (56,1%), όταν για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις είναι αρκετά υψηλότερη (82,6%).
– Τα αποτελέσματα των μη βιώσιμων επιχειρήσεων σε επίπεδο EBITDA ανέρχονται σε Euro-413 εκατ., ενώ σε επίπεδο προ φόρων φτάνουν τα Euro-1,3 δισ. Κατά συνέπεια, το περιθώριο κερδοφορίας EBITDA διαμορφώνεται σε -10,3% και η αποδοτικότητα ενεργητικού (ROA) σε -1,5%.
Το γεγονός ότι πάνω από το 16,5% του συνολικού παραγωγικού δυναμικού (ενεργητικού) του μη χρηματοοικονομικού τομέα της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται παγιδευμένο σε μη βιώσιμα επιχειρηματικά σχήματα, αποτελεί τεράστιο κόστος, όχι μόνο για τις ίδιες τις επιχειρήσεις και τους δανειστές τους (προμηθευτές, τράπεζες, φορείς του Δημοσίου κ.λπ.), αλλά και για ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο.
Η μεθοδολογία που έχουν αναπτύξει τα στελέχη της Τράπεζας Πειραιώς, προκειμένου να εκτιμήσουν το δυνητικό όφελος που θα προέκυπτε από ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των μη βιώσιμων επιχειρήσεων, είναι μια άσκηση προσομοίωσης, σύμφωνα με την οποία το σύνολο του ενεργητικού και μέρος του παθητικού των επιχειρήσεων που έχουν χαρακτηριστεί ως μη βιώσιμες, απορροφώνται από βιώσιμες επιχειρήσεις αντίστοιχου μεγέθους. Το σκεπτικό αυτής της άσκησης είναι να αποτυπώσει τα οφέλη από τη βελτίωση των επιδόσεων των μη βιώσιμων επιχειρήσεων στα επίπεδα των επιδόσεων μιας τυπικής βιώσιμης επιχείρησης.
Τα αποτελέσματα αυτής της άσκησης – σε ένα δείγμα που αντιπροσωπεύει το 1/3 του συνολικού πληθυσμού των μη βιώσιμων επιχειρήσεων – είναι χαρακτηριστικά. Εάν οι μη βιώσιμες μπορούσαν να λειτουργήσουν με τους όρους των βιώσιμων επιχειρήσεων, η λειτουργική κερδοφορία τους (και κατά προσέγγιση η προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας) θα αυξάνονταν κατά 2,6 δισ. ετησίως, ενώ αντίστοιχα ο τζίρος στην οικονομία θα αυξάνονταν κατά 16,7 δισ.
Ταυτόχρονα, σημαντικό τμήμα των σημερινών (μη εξυπηρετούμενων) υποχρεώσεων τους ύψους 15,9 δισ. θα μπορούσε – εφόσον μεταβιβάζεται σε υγιείς και κερδοφόρες επιχειρήσεις – να αρχίσει να εξυπηρετείται εκ νέου, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην ελληνική οικονομία.
Αναπόφευκτα όμως μια τέτοια ανάκαμψη των επιχειρηματικών επιδόσεων δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς σημαντική απομείωση κατά 7,6 δισ. ευρώ ή ποσοστό 32,3% του συνόλου των υφιστάμενων υποχρεώσεων που έχουν συσσωρεύσει οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις.