Μια διαφορετική προσέγγιση, για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρηματίες στον κλάδο των καυσίμων, δίνει με δηλώσεις του ο κ. Βασίλης Αντωνόπουλος, σύμβουλος επιχειρήσεων καυσίμου με μακρόχρονη εμπειρία σε θέσεις ευθύνης στον κλάδο των Πετρελαιοειδών.
«Βλέπουμε πολλές φορές σε κάποιο πρατήριο σημαντική κίνηση και σκεπτόμαστε ότι ο πρατηριούχος είναι ένας επιχειρηματίας που δεν τον άγγιξε η κρίση καθώς το καύσιμο είναι είδος πρώτης ανάγκης και σύμφωνα με τους τζίρους που γίνονται στα πρατήρια, τα κέρδη είναι σημαντικά. Αυτό όμως στην πράξη δεν ισχύει.
Η κερδοφορία των πρατηρίων περιορίζεται σε ένα ποσοστό 4% με 5% στην τιμή της αντλίας όταν το υπόλοιπο ποσοστό είναι στο μεγαλύτερο του μέρος φόροι (περίπου 70%) και περιθώριο κέρδους διυλιστηρίων και εταιρειών πετρελαιοειδών. Αν συνυπολογίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια, όπως και σε όλες τις μεσαίες επιχειρήσεις, έχουν δημιουργηθεί εκκρεμότητες με οφειλές στο Δημόσιο, σε Τράπεζες , σε Ταμεία κλπ αντιλαμβανόμαστε ότι ο επιχειρηματίας πρατηριούχος κάνει, όπως και οι επιχειρηματίες άλλων κλάδων, έναν καθημερινό αγώνα για σώσει την επιχείρηση του.
Στα τελευταία χρόνια, τα λεγόμενα χρόνια της κρίσης, οι πιστώσεις των πρατηρίων σε πελάτες τους μετατράπηκαν σε χρηματικά ποσά που ποτέ δεν θα πάρουν πίσω, οι τζίροι όπως και τα περιθώρια κέρδους μειώθηκαν. Αυτό οδήγησε, σε κάποιες περιπτώσεις και η κακοδιαχείριση, τα πρατήρια να δημιουργήσουν και αυτά οφειλές τόσο προς τα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και το Δημόσιο όσο και προς τις Εταιρείες Πετρελαιοειδών .
Κάποιοι πρατηριούχοι αναγκάστηκαν λόγω των οφειλών να μισθώσουν, στις Εταιρείες Πετρελαιοειδών, την επιχείρηση τους και ουσιαστικά να συμψηφίσουν με αυτό τον τρόπο τις οφειλές τους προς αυτές. Σε αρκετές περιπτώσεις δουλεύουν πλέον σαν υπάλληλοι στις παλιές επιχειρήσεις τους. Κάποιοι άλλοι έκλεισαν τελείως τις επιχειρήσεις τους. Οι υπόλοιποι κάνουν έναν αγώνα για επιβίωση με αβέβαιο σε ορισμένες περιπτώσεις αποτέλεσμα.
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε και την επιβάρυνση που προέκυψε σε κάθε πρατήριο από την υποχρεωτική εγκατάσταση του συστήματος εισροών – εκροών. Ένα σύστημα που ξεκίνησε να λειτουργεί για να βοηθήσει στην πάταξη της λαθρεμπορίας και προς το παρόν «μετράει τον φπα» του πρατηρίου. Το κόστος εγκατάστασης, που στις πιο απλές περιπτώσεις ξεκινούσε από τις 9.000 με 10.000 ευρώ, κάλυψε ο πρατηριούχος με δικό του κεφάλαιο ή σε λίγες περιπτώσεις με δανειοδότηση από την Εταιρεία Πετρελαιοειδών που εφοδιάζεται . Υποχρεωτικά πλέον προέκυψε και ετήσιο κόστος συντήρησης που πληρώνεται από τον πρατηριούχο στις Εταιρείες που έκαναν την εγκατάσταση του συστήματος. Και όλα αυτά ενώ συνεχίζει να μην έχει συνδεθεί το σύστημα εισροών – εκροών σε εγκαταστάσεις και βυτία, να μην γίνεται ο κεντρικός έλεγχος και η διασταύρωση των στοιχείων, επομένως να μην μπορεί να καταπολεμηθεί το λαθρεμπόριο και ο συνεπής επιχειρηματίας-πρατηριούχος να συνεχίσει να υφίσταται τον αθέμιτο ανταγωνισμό.
Όπως σημειώνει ο κος Αντωνόπουλος : «Ο Πρατηριούχος κάνει τιτάνιο αγώνα. Το να μετακυλύει όμως συνέχεια υποχρεώσεις δεν είναι λύση. Ούτε να προβαίνει συνέχεια σε δωδεκάμηνες ρυθμίσεις. Θα πρέπει να δει την πραγματική κερδοφορία του πρατηρίου του, να εκπονήσει ένα επιχειρηματικό σχέδιο και να προσπαθήσει να πουλήσει από το πρατήριο του διαφορετικά προϊόντα και υπηρεσίες που θα του βελτιώσουν την συνολική κερδοφορία. Σε αντίθετη περίπτωση, η μετακύλυση των υποχρεώσεων, θα οδηγήσει κάποια στιγμή σε αδυναμία εξόφλησης των απαραίτητων μηνιαίων υποχρεώσεων για την λειτουργία του πρατηρίου του και αναπόφευκτα στο κλείσιμό του ή την αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς.»